- τυραννεῖν
- τυραννεύωto be a monarchpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TYRANNUS — I. TYRANNUS Graece Τύραννος, nomen ignotum olim, praeterquam Aeschylo, Prometheô vinctô, Ε῎νεςτι γὰρ πῶς τοῦτο τῇ τυραννίδι Νόσημα, τοῖς φίλοισιν οῦ πεπονθέναι. et ante ipsum Archilocho, uti Scholiastes Aeschyli ad hl. l. docer. Significabat… … Hofmann J. Lexicon universale
επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… … Dictionary of Greek